- πέλης
- πελάωpres ind act 2nd sgπελάωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπελής — εὐπελής, ές (Α) 1. εύκολος, ελαφρός 2. (δ. ερμ.) πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πελής (< πέλομαι «γίνομαι, υφίσταμαι»), πρβλ. ολιγη πελής] … Dictionary of Greek